ξεχείλισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεχείλισμα < ξεχειλίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεχείλισμα ουδέτερο
- η υπερχείλιση υγρών από το χείλος ενός σκεύους ή από τις κοίτες ποταμών, λιμνών
- (κατ’ επέκταση) η πλημμύρα αισθημάτων, η ένταση που ξεπερνά ένα όριο
- Ξεχείλισμα της δικής του λύπης, της μοναξιάς, της απελπισίας του. Έσφιξε το αγαπημένο κεφάλι μέσα στα χέρια του... (Η τελευταία αρκούδα της Πίνδου, του Δημ. Χατζή)