ξεψυχισμένα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεψυχισμένα < ξεψυχισμένος

Επίρρημα[επεξεργασία]

ξεψυχισμένα

  1. άτονα,
  2. (για τόνο φωνής) ίσα που να ακούγεται, όχι απλώς ψιθυριστά, αλλά και άτονα, ξέπνοα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ξεψυχισμένα