ξεψυχισμένα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεψυχισμένα < ξεψυχισμένος
Επίρρημα[επεξεργασία]
ξεψυχισμένα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεψυχισμένα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ξεψυχισμένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ξεψυχισμένο