ξημερώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξημερώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξημερώνω < ἐξημερώνω < ἐξ- + αρχαία ελληνική ἡμέρα + -ώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξημερώνω, πρτ.: ξημέρωνα, στ.μέλλ.: θα ξημερώσω, αόρ.: ξημέρωσα, παθ.φωνή: ξημερώνομαι, μτχ.π.π.: ξημερωμένος

  1. (αμετάβατο) (στους παρελθοντικούς χρόνους) περνώ όλη τη νύχτα χωρίς να κοιμηθώ
     συνώνυμα: ξημερώνομαι
    άντε να φύγουμε επιτέλους γιατί ξημερώσαμε εδώ πέρα
  2. (μεταβατικό) κάνω κάποιον να μείνει άγρυπνος μέχρι το ξημέρωμα
    μας ξημέρωσε με την πολυλογία του
  3. (στο γ' ενικό) ξημερώνει
    1. (απρόσωπο) αρχίζει η νέα ημέρα με την ανατολή του ήλιου, χαράζει, φαίνεται το πρώτο φως του ήλιου
    2. (προσωπικό) αύριο ξημερώνει Κυριακή

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξημερώνω < ἐξημερώνω με αποβολή του αρκτικού φωνήεντος < ἐξ- + ἡμέρ(α) + -ώνω[1]

Ρήμα[επεξεργασία]

ξημερώνω

  1. (αμετάβατο) ξημερώνω
    1. (τριτοπρόσωπο, αμετάβατο) ξημερώνει
    2. ξενυχτάω ως το πρωί
    3. φθάνει το πρωί και είμαι ζωντανός
  2. (αμετάβατο, μέση διάθεση) ξημερώνομαι
    1. καθυστερώ ως το πρωί
    2. φθάνω κάπου το πρωί
  3. (μεταβατικό, νομικός όρος) κλητεύω, καλώ κάποιον στο δικαστήριο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ξημερώνω Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].