ξιπασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξιπασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξιπάζομαι < ἐξιππάζομαι = φεύγω έφιππος
Μετοχή[επεξεργασία]
ξιπασμένος αρσενικό
- που έχει πάρα πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- επαρμένος «ξιπασμένη γυναίκα»
- επιδειξίας
- καυχηματίας
- φαντασμένος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξιπασμένος