ξιφίας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξιφίας < αρχαία ελληνική ξιφίας < ξίφος
Ξιφίας Ατλαντικού

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξιφίας αρσενικό ( & ξιφιός)

  • (ψάρι) το ψάρι που η ιδιαίτερα επιμήκης επέκταση της άνω σιαγόνας του μοιάζει με ξίφος και που η επιστημονική ονομασία του είναι Xiphias gladius, το μοναδικό μέλος της οικογένειας των ξιφιιδών


Μεταφράσεις[επεξεργασία]