ξοδεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξοδεύω < μεσαιωνική ελληνική ξοδεύω < (ελληνιστική κοινή) ἐξοδεύω < ἔξοδος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ksoˈðe.vo/

Ρήμα[επεξεργασία]

ξοδεύω

  1. χρησιμοποιώ ένα αγαθό για να ικανοποιήσω μια ανάγκη, το κάνω να εξάντληθει
    ξοδέψαμε όλο το ζεστό νερό
  2. πληρώνω και εξαντλώ ένα ποσό για κάτι που θέλω
    κάθε βράδυ ξοδεύει μια περιουσία
  3. (γενικότερα) χρησιμοποιώ τις δυνάμεις, το χρόνο, τις σκέψεις μου, για να πετύχω κάτι που επιθυμώ
  4. (για μηχάνημα) καταναλώνω ενέργεια, βενζίνη, ηλεκτρισμό κ.λπ.
     συνώνυμα: καίω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]