ξυλόφωνο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξυλόφωνο τα ξυλόφωνα
      γενική του ξυλοφώνου
ξυλόφωνου
των ξυλοφώνων
    αιτιατική το ξυλόφωνο τα ξυλόφωνα
     κλητική ξυλόφωνο ξυλόφωνα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ξυλόφωνα για το μάθημα μουσικής.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξυλόφωνο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική xylophone < αρχαία ελληνική ξύλον + φωνή, ξυλό- + -φωνο [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ksiˈlo.fo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξυ‐λό‐φω‐νο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξυλόφωνο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]