ξυνός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ξυνός | η | ξυνή | το | ξυνό |
γενική | του | ξυνού | της | ξυνής | του | ξυνού |
αιτιατική | τον | ξυνό | την | ξυνή | το | ξυνό |
κλητική | ξυνέ | ξυνή | ξυνό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ξυνοί | οι | ξυνές | τα | ξυνά |
γενική | των | ξυνών | των | ξυνών | των | ξυνών |
αιτιατική | τους | ξυνούς | τις | ξυνές | τα | ξυνά |
κλητική | ξυνοί | ξυνές | ξυνά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξυνός < ξινός (με παρετυμολόγηση από το οξύς)
Επίθετο[επεξεργασία]
ξυνός
- παρωχημένη γραφή του ξινός
- ※ Γράφουν ἕνα τρανὸ μανιφέστο / τὸν Μπενάκη τὸν πᾶν φυλακή (…) καὶ τοῦ βγάζουν ξυνό τὸ ρακί. (Γεώργιος Σουρής, Ο Ρωμηός, σελ. 2, 1897)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ξυνός | ἡ | ξυνή | τὸ | ξυνόν |
γενική | τοῦ | ξυνοῦ | τῆς | ξυνῆς | τοῦ | ξυνοῦ |
δοτική | τῷ | ξυνῷ | τῇ | ξυνῇ | τῷ | ξυνῷ |
αιτιατική | τὸν | ξυνόν | τὴν | ξυνήν | τὸ | ξυνόν |
κλητική ὦ! | ξυνέ | ξυνή | ξυνόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ξυνοί | αἱ | ξυναί | τὰ | ξυνᾰ́ |
γενική | τῶν | ξυνῶν | τῶν | ξυνῶν | τῶν | ξυνῶν |
δοτική | τοῖς | ξυνοῖς | ταῖς | ξυναῖς | τοῖς | ξυνοῖς |
αιτιατική | τοὺς | ξυνούς | τὰς | ξυνᾱ́ς | τὰ | ξυνᾰ́ |
κλητική ὦ! | ξυνοί | ξυναί | ξυνᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ξυνώ | τὼ | ξυνᾱ́ | τὼ | ξυνώ |
γεν-δοτ | τοῖν | ξυνοῖν | τοῖν | ξυναῖν | τοῖν | ξυνοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ξυνός, -ή, -όν
- ιωνικός τύπος του κοινός: κοινός, δημόσιος
- που αφορά το κοινό καλό ή γίνεται γι' αυτό
- ίδιος
- σύμμαχος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ξυνά λέγω: μιλάω για το γενικό συμφέρον
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ξυνῇ / ξυνά: από κοινού, μαζί
Πηγές[επεξεργασία]
- ξυνός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ξυνός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- ↑ Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Όροι με παρωχημένη γραφή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ος (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ιωνική διάλεκτος
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)