ξυραφίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξυραφίζω < ξυράφι + -ίζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ksi.ɾaˈfi.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

ξυραφίζω (παθητική φωνή: ξυραφίζομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]