ξυρόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξυρόν < αρχαία ελληνική ξυρόν < ξύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ksunyo
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξυρόν ουδέτερο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξυρόν
|