ξύν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πρόθεση[επεξεργασία]
ξύν και ξύ
- αρχαιότερος τύπος της πρόθεσης σύν, που επιβίωσε περισσότερο στις σύνθετες με αυτήν λεξεις και λιγότερο ως πρόθεση καθώς αντικαταστάθηκε σταδιακά από τις προθέσεις σύν και (με τη συνοδευτική έννοια) μετά
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- ξυμμαχία ή συμμαχία
- ξυμβάλλω ή συμβάλλω
- ξυνίημι ή συνίημι
- ἀξύνετος ή ἀσύνετος (νεοελληνική ασύνετος)
- ξύμπαντα ή σύμπαντα