οβάλ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οβάλ < (λόγιο δάνειο) γαλλική ovale[1] < λατινική ovum (αβγό)
Επίθετο[επεξεργασία]
οβάλ άκλιτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- ↑ οβάλ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας