οδονομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οδονομία θηλυκό
- η φροντίδα για την διατήρηση της καλής κατάστασης και της καθαριότητας των οδών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οδονομία