οινοπνευματοποιία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οινοπνευματοποιία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οινοπνευματοποιία θηλυκό
- η τέχνη της παρασκευής οινοπνευματωδών ποτών, ποτών από οίνο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- οινόπνευμα
- οινοπνευματοποιείο
- οινοπνευματώδης
- οινοποιείο
- οινοπνευματίαση
- οινοπνευματούχος
- οινοπνευμάτωση
- οινοπνευματικός
- οινοπνευματοποιός
Σύνθετα[επεξεργασία]
- οινοπαραγωγή
- οινοπαραγωγός
- οινοπνευματομέτρηση
- οινοπνευματομετρητής
- οινοπνευματόμετρο
- οινοβιομηχανία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οινοπνευματοποιία
|