οκά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οκά | οι | οκάδες |
γενική | της | οκάς | των | οκάδων |
αιτιατική | την | οκά | τις | οκάδες |
κλητική | οκά | οκάδες | ||
Κατηγορία όπως «μαμά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οκά < (άμεσο δάνειο) τουρκική okka[1] < οθωμανική τουρκική اوقه (okka) < αραβική أوقية (ʾawqiyya) < وِقِيَّة (wiqiyya) < αρχαία ελληνική οὐγκία[2] / οὐγγία[1] [3] (αντιδάνειο) < λατινική uncia
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οκά θηλυκό
- (παρωχημένο) μονάδα μάζας, η οποία ήταν ίση με 400 δράμια (1282 γραμμάρια)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- της οκάς: που δεν έχει καλή ποιότητα
- με τις οκάδες: σε μεγάλες ποσότητες
- θα σε κάνω οκτακόσιες οκάδες: θα σε δείρω πολύ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- ↑ 1,0 1,1 οκά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ οὐγκία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ οὐγγία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μαμά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)