οκαζιόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὀκαζιόν

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οκαζιόν < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από τη γαλλική occasion Δείτε και το μεσαιωνικό ὀκαζιόν (ευκαιρία).

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.kaˈzʝon/

Επίρρημα[επεξεργασία]

οκαζιόν

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)