οκαζιόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οκαζιόν < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από τη γαλλική occasion Δείτε και το μεσαιωνικό ὀκαζιόν (ευκαιρία).
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
οκαζιόν
- (λαϊκότροπο) [1] πολύ φτηνά, σε ιδιαίτερα χαμηλή τιμή ("ευκαιρία")
- ↪ Τζάμπα! τζάμπα! Το αγοαράσαμε οκαζιόν.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)