ολιγοπώλιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ολιγοπώλιο τα ολιγοπώλια
      γενική του ολιγοπωλίου
ολιγοπώλιου
των ολιγοπωλίων
    αιτιατική το ολιγοπώλιο τα ολιγοπώλια
     κλητική ολιγοπώλιο ολιγοπώλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ολιγοπώλιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική oligopole < αρχαία ελληνική ὀλίγος + πωλῶ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ολιγοπώλιο ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]