ολιγοπώλιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολιγοπώλιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική oligopole < αρχαία ελληνική ὀλίγος + πωλῶ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ολιγοπώλιο ουδέτερο
- (οικονομία) ο έλεγχος της διάθεσης ενός ή περισσοτέρων αγαθών από λίγους, (λ.χ. επιχειρήσεις, κράτη), οι οποίοι συνεργάζονται για την ευνοϊκή για αυτούς ρύθμιση των τιμών, το καρτέλ
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)