ολιγοψώνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολιγοψώνιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ολιγοψώνιο ουδέτερο
- (οικονομία) μορφή της αγοράς στην οποία μόνο λίγοι αγοραστές ζητούν από πολλούς πωλητές μια υπηρεσία ή ένα προϊόν και επομένως μπορούν να ασκήσουν πίεση στις τιμές ή/και στις συνθήκες προσφοράς εκείνου του αγαθού
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολιγοψώνιο
|