ολισθητήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολισθητήρας < ολισθητήρ < ολισθαίνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ολισθητήρας αρσενικό
- τμήμα ενός συνόλου, που συμβάλλει στην ολίσθηση
- εξάρτημα μηχανής που κινείται ολισθαίνοντας σε μια επιφάνεια
- (στρατιωτικός όρος) τμήμα πυροβόλου όπλου