ολομελής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ολομελής | η | ολομελής | το | ολομελές |
γενική | του | ολομελούς* | της | ολομελούς | του | ολομελούς |
αιτιατική | τον | ολομελή | την | ολομελή | το | ολομελές |
κλητική | ολομελή(ς) | ολομελής | ολομελές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ολομελείς | οι | ολομελείς | τα | ολομελή |
γενική | των | ολομελών | των | ολομελών | των | ολομελών |
αιτιατική | τους | ολομελείς | τις | ολομελείς | τα | ολομελή |
κλητική | ολομελείς | ολομελείς | ολομελή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολομελής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁλομελής (πλήρης, ακέραιος, αρτιμελής), σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική plenary
Επίθετο[επεξεργασία]
ολομελής, ής, ές
- (λόγιο, σχετικά σπάνιο, για σώμα - διοικητικό όργανο) με όλα τα μέλη παρόντα· που συνεδριάζει με πλήρη απαρτία[1] (→ δείτε ολομέλεια)
- ※ Συνήλθε στις 28 Νοεμβρίου 2023 στο Κρατικό Μέγαρο του Κρεμλίνου η ολομελής συνεδρία της ΚΕ΄ Παγκοσμίου Ρωσικής Λαϊκής Συνελεύσεως, που ήταν αφιερωμένη στο θέμα «Το παρόν και το μέλλον του ρωσικού κόσμου».
- «Πατριάρχης Μόσχας: “Η ενότητα του λαού μας προκαλεί απορία”», ekklisiaonline.gr (30 Νοεμβρίου 2023)· πρόσβαση: 2023-12-05.
- ※ Συνήλθε στις 28 Νοεμβρίου 2023 στο Κρατικό Μέγαρο του Κρεμλίνου η ολομελής συνεδρία της ΚΕ΄ Παγκοσμίου Ρωσικής Λαϊκής Συνελεύσεως, που ήταν αφιερωμένη στο θέμα «Το παρόν και το μέλλον του ρωσικού κόσμου».
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)