ομογνωμονώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ομογνωμονώ < αρχαία ελληνική ὁμογνωμονέω / ὁμογνωμονῶ < ὁμογνώμων < ὁμοῦ + γνώμη < γιγνώσκω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.mo.ɣno.moˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐μο‐γνω‐μο‐νώ

Ρήμα[επεξεργασία]

ομογνωμονώ

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]