ομοιοκατάληκτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομοιοκατάληκτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὁμοιοκατάληκτος (στη γραμματική: που έχει όμοια κατάληξη). Μορφολογικά αναλύεται σε ομοιο- + καταληκ- (καταλήγω) + -τος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.mi.o.kaˈta.li.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐μοι‐ο‐κα‐τά‐λη‐τκος
Επίθετο[επεξεργασία]
ομοιοκατάληκτος, -η, -ο και ομοιοκατάληχτος
- (για στίχους) που ομοιοκαταληκτεί, που σχηματίζει ομοιοκαταληξία με κάτι άλλο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομοιοκατάληκτος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ομοιο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)