ομολογιακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομολογιακός η ομολογιακή το ομολογιακό
      γενική του ομολογιακού της ομολογιακής του ομολογιακού
    αιτιατική τον ομολογιακό την ομολογιακή το ομολογιακό
     κλητική ομολογιακέ ομολογιακή ομολογιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομολογιακοί οι ομολογιακές τα ομολογιακά
      γενική των ομολογιακών των ομολογιακών των ομολογιακών
    αιτιατική τους ομολογιακούς τις ομολογιακές τα ομολογιακά
     κλητική ομολογιακοί ομολογιακές ομολογιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ομολογιακός < ομολογία + -κος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.mo.lo.ʝi.aˈkos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /o.mo.lo.ʝi.aˈci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /o.mo.lo.ʝi.aˈko/ ουδέτερο

Επίθετο[επεξεργασία]

ομολογιακός, -ή, -ό

  1. (οικονομία) που έχει σχέση με ομόλογο
    ομολογιακό κεφάλαιο
  2. (θρησκεία) που έχει σχέση με την επίσημη και δημόσια παραδοχή ενός δόγματος
    ομολογιακή αρχή του χριστιανισμού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]