ομοψυχία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομοψυχία οι ομοψυχίες
      γενική της ομοψυχίας των ομοψυχιών
    αιτιατική την ομοψυχία τις ομοψυχίες
     κλητική ομοψυχία ομοψυχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ομοψυχία < (ελληνιστική κοινή) ὁμοψυχία < ὁμόψυχος < ὁμός +ψυχή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ομοψυχία θηλυκό

  • η ταύτιση των συναισθημάτων και της βούλησης όλων των μελών μιας ομάδας, ενός συνόλου, ενός έθνους κ.λπ

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]