ομοϊδεάτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ομοειδής

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ομοϊδεάτης οι ομοϊδεάτες
      γενική του ομοϊδεάτη των ομοϊδεατών
    αιτιατική τον ομοϊδεάτη τους ομοϊδεάτες
     κλητική ομοϊδεάτη ομοϊδεάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ομοϊδεάτης < ομο- + ιδέα + -άτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ομοϊδεάτης αρσενικό (ομοϊδεάτισσα θηλυκό)

  • αυτός που έχει τις ίδιες ιδέες, κυρίως την ίδια (πολιτική) ιδεολογία με κάποιον άλλον

Μεταφράσεις[επεξεργασία]