οντολογία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οντολογία οι οντολογίες
      γενική της οντολογίας των οντολογιών
    αιτιατική την οντολογία τις οντολογίες
     κλητική οντολογία οντολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οντολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική ontologia ή γαλλική ontologie [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οντολογία θηλυκό

  1. (φιλοσοφία) κλάδος της μεταφυσικής που μελετά το ον καθ' εαυτό και τις ιδιότητές του
  2. (μεταφορικά)
    ποια είναι η οντολογία της επιστήμης των διεθνών σχέσεων; (τι διαπραγματεύεται;)
    η οντολογία (η βασική αρχή) του εγχειρήματος «βικι» είναι να αμβλυνθούν οι ανισότητες στην πρόσβαση για γνώση και να μην αποκλειστούν ευπαθείς κοινωνικές ομάδες εντός των εθνών, ως ένα είδος εθνικής άμυνας απέναντι στην παγκοσμιοποίηση της ενιαίας κουλτούρας και ομοιογένειας


Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη ον

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]