οξυγονώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οξυγονώνω < οξυγόν(ο) + -ώνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική oxygéner[1])

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.ksi.ɣoˈno.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐ξυ‐γο‐νώ‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

οξυγονώνω, αόρ.: οξυγόνωσα, παθ.φωνή: οξυγονώνομαι, π.αόρ.: οξυγονώθηκα, μτχ.π.π.: οξυγονωμένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]