οξυμετρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οξυμετρικός < οξυμετρία
Επίθετο[επεξεργασία]
οξυμετρικός, -ή, -ό
- σχετικός με την οξυμετρία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οξυμετρικός
|