οπερατέρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οπερατέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική opérateur < λατινική operator < operor < opus < ops < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *op- (εργασία)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οπερατέρ αρσενικό άκλιτο
- (κινηματογράφος, επάγγελμα) ο εικονολήπτης, ο χρήστης της κάμερας που κινηματογραφεί ή μαγνητοσκοπεί μια σκηνή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οπερατέρ
|
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κινηματογράφος (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)