οπλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οπλισμός | οι | οπλισμοί |
γενική | του | οπλισμού | των | οπλισμών |
αιτιατική | τον | οπλισμό | τους | οπλισμούς |
κλητική | οπλισμέ | οπλισμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οπλισμός < αρχαία ελληνική ὁπλισμός < ὅπλον
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.pliˈzmos/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οπλισμός αρσενικό
- ένα σύνολο από όπλα (που χρησιμοποιεί ένας ένοπλος ή ένα σύνολο ανθρώπων, π.χ. στρατός)
- (κατ’ επέκταση) κάποιο υλικό σε διάφορες μορφές (π.χ. σιδερένιες ράβδοι), που χρησιμοποιείται για να ενισχύσει μια κατασκευή (π.χ. από σκυρόδεμα)
- (μεταφορικά) οι ικανότητες ή οι δυνατότητες που έχει κάποιος σε έναν τομέα
- (μουσική) οι διέσεις ή υφέσεις που βρίσκονται στην αρχή ενός πεντάγραμμου και καθορίζουν την κλίμακα ενός μουσικού κομματιού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σύνολο όπλων