ορίζουσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορίζουσα οι ορίζουσες
      γενική της ορίζουσας των οριζουσών
    αιτιατική την ορίζουσα τις ορίζουσες
     κλητική ορίζουσα ορίζουσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ορίζουσα < ορίζω < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική déterminant

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ορίζουσα θηλυκό

  1. (μαθηματικά) συνάρτηση που δίνει το αλγεβρικό άθροισμα τετραγωνικού πίνακα ή μήτρας.
  2. (ειδικότερα) ο πίνακας ή το αλγεβρικό άθροισμά του που μας χρησιμοποιείται για να βρεθούν οι λύσεις μιας εξίσωσης νιοστού βαθμού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]