ορθοδοξία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.ɾθo.ðoˈksi.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ορθοδοξία θηλυκό
- το να ακολουθεί κάποιος την ορθόδοξη άποψη, να μένει πιστός στην αρχική εκδοχή μιας διδασκαλίας
- όσοι απέκλιναν από τη μαρξιστική ορθοδοξία αποκαλούνταν προσβλητικά ρεβιζιονιστές
- η ανατολική ορθόδοξη εκκλησία, το ορθόδοξο δόγμα
- ένα νηπιοβαπτιστικό[1] θρησκευτικό δόγμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορθοδοξία
|