ορθοστάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ορθοστάτης < αρχαία ελληνική ὀρθοστάτης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ορθοστάτης αρσενικό
- στύλος ή άλλο αντικείμενο παρόμοιου σχήματος που τοποθετείται καθέτως και στηρίζει ή στερεώνει κάτι, όπως μια σκηνή για κάμπινγκ ή τα ράφια μιας βιβλιοθήκης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ορθοστασία, ορθός και στάση