οριοθετημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οριοθετημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου οριοθετώ
Μετοχή[επεξεργασία]
οριοθετημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη οριοθετώ