ορνιθολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ορνιθολογία | οι | ορνιθολογίες |
γενική | της | ορνιθολογίας | των | ορνιθολογιών |
αιτιατική | την | ορνιθολογία | τις | ορνιθολογίες |
κλητική | ορνιθολογία | ορνιθολογίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ορνιθολογία < ελληνιστική ὀρνιθολόγος < ὄρνις + λέγω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /oɾ.ni.θo.loˈʝi.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ορνιθολογία θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορνιθολογία