ορντέβρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ορντέβρ < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από τη γαλλική hors-d'œuvre

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ορντέβρ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]