οροθετικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οροθετικότητα < οροθετικός + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οροθετικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του οροθετικού
- Όταν θέλησε να πάει σε συγγενικό σπίτι στην ιδια γειτονιά, δεν την δέχθηκαν λόγω των προκαταλήψεων για την οροθετικότητά της, λόγω του ότι, πάνω απ’ όλα, είχε διαπομπευθεί. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οροθετικότητα
|