οροθετικότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οροθετικότητα οι οροθετικότητες
      γενική της οροθετικότητας των οροθετικοτήτων
    αιτιατική την οροθετικότητα τις οροθετικότητες
     κλητική οροθετικότητα οροθετικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οροθετικότητα < οροθετικός + -ότητα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οροθετικότητα θηλυκό

  • η ιδιότητα του οροθετικού
    Όταν θέλησε να πάει σε συγγενικό σπίτι στην ιδια γειτονιά, δεν την δέχθηκαν λόγω των προκαταλήψεων για την οροθετικότητά της, λόγω του ότι, πάνω απ’ όλα, είχε διαπομπευθεί. (*)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]