οροθετώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οροθετώ < ελληνιστική κοινή ὁροθετέω / ὁροθετῶ < αρχαία ελληνική ὅρος (σύνορο γης) + τίθημι

Ρήμα[επεξεργασία]

οροθετώ (παθητική φωνή: οροθετούμαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]