ορφανεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὀρφανεύω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ορφανεύω < αρχαία ελληνική ὀρφανεύω < ὀρφανός

Ρήμα[επεξεργασία]

ορφανεύω

  1. (αμετάβατο) γίνομαι ορφανός
  2. (μεταβατικό, σπάνιο) κάνω κάποιον ορφανό
  3. (μεταφορικά, αμετάβατο) χάνω κάποιο σημαντικό κι αγαπημένο πρόσωπο (που δεν είναι απαραίτητα συγγενής μου)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]