οσμίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οσμίζομαι < οσμή + -ίζομαι

Ρήμα[επεξεργασία]

οσμίζομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. (κυριολεκτικά) (λόγιο) μυρίζω, οσφραίνομαι
  2. (μεταφορικά) αντιλαμβάνομαι
  3. (μεταφορικά) υποπτεύομαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη οσμή

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]