οστεάλευρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οστεάλευρο τα οστεάλευρα
      γενική του οστεάλευρου των οστεάλευρων
    αιτιατική το οστεάλευρο τα οστεάλευρα
     κλητική οστεάλευρο οστεάλευρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οστεάλευρο < οστε- + άλευρο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οστεάλευρο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • οστεάλευροΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • οστεάλευρο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)