ουζμπέκικα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ουζμπέκικα
      γενική των ουζμπέκικων
    αιτιατική τα ουζμπέκικα
     κλητική ουζμπέκικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ουζμπέκικα < ουδέτερο του επιθέτου ουζμπέκικος, στον πληθυντικό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ουζμπέκικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό