ουζμπεκικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ουζμπεκικά | ||
γενική | των | ουζμπεκικών | ||
αιτιατική | τα | ουζμπεκικά | ||
κλητική | ουζμπεκικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ουζμπεκικά < ουδέτερο του επιθέτου ουζμπεκικός, στον πληθυντικό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ουζμπεκικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) τουρκική γλώσσα που μιλιέται στην κεντρική Ασία από περισσότερους από 19 εκατομμύρια ανθρώπους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ουζμπεκικά
→ δείτε τη λέξη ουζμπεκικός |