ουνιβερσαλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ουνιβερσαλισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική universalisme < λατινική universalis < universus < unus + versus
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ουνιβερσαλισμός αρσενικό
- (θρησκεία) η πεποίθηση ότι όλοι οι άνθρωποι θα σωθούν τελικά, ανεξάρτητα από τις πράξεις τους στη ζωή τους, ύστερα από μία διαδικασία εξαγνισμού κατά τη μεταθανάτια ζωή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ουνιβερσαλισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)