ουρανογνωσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ουρανογνωσία θηλυκό
- (παρωχημένο) η γνώση των ουράνιων σωμάτων και η σχετική έρευνα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ουρανογνωσία
|