ουσιαστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ουσιαστικός η ουσιαστική το ουσιαστικό
      γενική του ουσιαστικού της ουσιαστικής του ουσιαστικού
    αιτιατική τον ουσιαστικό την ουσιαστική το ουσιαστικό
     κλητική ουσιαστικέ ουσιαστική ουσιαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ουσιαστικοί οι ουσιαστικές τα ουσιαστικά
      γενική των ουσιαστικών των ουσιαστικών των ουσιαστικών
    αιτιατική τους ουσιαστικούς τις ουσιαστικές τα ουσιαστικά
     κλητική ουσιαστικοί ουσιαστικές ουσιαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ουσιαστικός < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα οὐσιαστικόν + -ος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική substantial[1]

Επίθετο[επεξεργασία]

ουσιαστικός

  • που αντιστοιχεί στην ουσία των πραγμάτων και όχι απλώς στην εξωτερική όψη τους
    έχει ουσιαστικό ενδιαφέρον για τους μαθητές του
     συνώνυμα: πραγματικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]