οφιολατρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οφιολατρία < οφιολάτρης + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οφιολατρία θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις οφιολάτρης, όφις, φίδι και λατρεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οφιολατρία