οψιμαθής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οψιμαθής η οψιμαθής το οψιμαθές
      γενική του οψιμαθούς* της οψιμαθούς του οψιμαθούς
    αιτιατική τον οψιμαθή την οψιμαθή το οψιμαθές
     κλητική οψιμαθή(ς) οψιμαθής οψιμαθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οψιμαθείς οι οψιμαθείς τα οψιμαθή
      γενική των οψιμαθών των οψιμαθών των οψιμαθών
    αιτιατική τους οψιμαθείς τις οψιμαθείς τα οψιμαθή
     κλητική οψιμαθείς οψιμαθείς οψιμαθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οψιμαθής < αρχαία ελληνική ὀψιμαθής < ὀψέ / ὄψι + μανθάνω

Επίθετο[επεξεργασία]

οψιμαθής -ής -ές

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]