ούντμουρτ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ούντμουρτ < αγγλικά Udmurt < удмур

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ούντμουρτ άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Udmurt language στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
  • κωδικός γλώσσας: udm

Μεταφράσεις[επεξεργασία]