πάγωσε το αίμα μου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πάγωσε το αίμα μου < παγώνω + αίμα

Έκφραση[επεξεργασία]

πάγωσε το αίμα μου

  • τρόμαξα πολύ, αισθάνθηκα έντονο φόβο για κάτι που έγινε ξαφνικά

Συνώνυμα[επεξεργασία]